- παραινετικός
- η , ό[ν] назидательный;2) склоняющий, побуждающий (к чему-л.), подталкивающий (на что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραινετικός — hortatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικός — ή, ό / παραινετικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραινέτης] 1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός 2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός. επίρρ... παραινετικώς και ά / παραινετικῶς, ΝΑ με παραινετικό… … Dictionary of Greek
παραινετικός — ή, ό συμβουλευτικός, προτρεπτικός: Παραινετικοί λόγοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραινετικά — παραινετικός hortatory neut nom/voc/acc pl παραινετικά̱ , παραινετικός hortatory fem nom/voc/acc dual παραινετικά̱ , παραινετικός hortatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικῶν — παραινετικός hortatory fem gen pl παραινετικός hortatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικόν — παραινετικός hortatory masc acc sg παραινετικός hortatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικαί — παραινετικός hortatory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικοῖς — παραινετικός hortatory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικοί — παραινετικός hortatory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικοῦ — παραινετικός hortatory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραινετικούς — παραινετικός hortatory masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)